Ακόμα και τα χειρότερα μπορεί να ξεκινήσουν από τις καλύτερες προθέσεις. Ίσως να μοιάζει αφοριστικός ο συλλογισμός, όμως δεν είναι. Είναι μια απλή διαπίστωση όταν προβληματίζεσαι πάνω στη σύγχρονη συγγραφική, καλλιτεχνική και εκδοτική πραγματικότητα, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, τις πολιτικές των εκδοτών και άλλων προωθητικών παραγόντων και τη δράση των ίδιων των δημιουργών μέσα στο όλο σύστημα που έχει δημιουργηθεί.
Είχαν μεσολαβήσει αρκετά χρόνια σιωπής και αφάνειας για πολλούς. Αυτό είναι άλλη μια πραγματικότητα, η οποία έχει διαδραματίσει το δικό της σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της σημερινής κατάστασης. Αυτά τα χρόνια της σιωπής, οι δημιουργοί έβρισκαν εξαιρετικά δύσκολο το να προβάλουν το έργο τους, να το προωθήσουν, να ενημερώσουν έστω τον «έξω κόσμο» για την ύπαρξή τους και την όποια συμβολή τους στη δημιουργία. Οι φοβικές και εμμονικές πολιτικές των εκδοτών επέτειναν το πρόβλημα: συνεχείς επαναλήψεις, προσκολλήσεις στα ίδια και τα ίδια, αναμασήματα και μια παραγωγή περιορισμένη τόσο ποσοτικά όσο και δειγματολογικά. Το κείμενο αυτό όμως δεν γράφεται γι’ αυτό το λόγο.
Πολλοί είχαν πειστεί πως για να συμβαίνει αυτό σημαίνει πως τίποτε νέο δεν έρχεται να αντικαταστήσει το παλιό ή στη χειρότερη περίπτωση τίποτε νέο δεν αξίζει να αντικαταστήσει το παλιό. Και αυτό αφορούσε περισσότερο την ποίηση και τις εικαστικές τέχνες. Ολόκληρος ο ελληνικός χώρος, με τόσο αστείρευτο πνεύμα δημιουργίας (και μάλιστα ακατάπαυστης) για δεκαετίες επιδεικνύει περήφανα τα ίδια ονόματα, τα ίδια έργα, τα αναλύει, τα αναμασά κι ύστερα παίρνει τα κομμάτια και επαναλαμβάνει τη διαδικασία έτσι και τόσο, που στο τέλος ο κιμάς γίνεται σαν λιανισμένο ρύζι. Δεν μένει τίποτε. Το κείμενο αυτό όμως δεν γράφεται γι’ αυτό τον λόγο.
Έπειτα από αυτά τα χρόνια της σιωπής –αυτά τα άλλα πέτρινα χρόνια- όσοι δημιουργοί πίστευαν αρκετά στο έργο τους, αποφάσισαν να επενδύσουν οι ίδιοι σ’ αυτό και σ’ αυτή την προσπάθεια είχαν αρωγούς όσους πίστεψαν μαζί τους σε έναν νέο άνεμο, ανανεωτικό και δημιουργικό, έξω από στεγανά και σκουριασμένα πλέγματα. Έτσι αρχίζει μια έξαρση στις αυτοεκδόσεις και στις προσωπικές εκθέσεις σε υπόγεια και κάθε είδους χώρο, μια προσπάθεια ρομαντική και όμορφη, πλην –όπως αποδείχτηκε- καταδικασμένη από την αρχή να πέσει στο κενό. Διότι έχει ήδη δημιουργηθεί ένα πλέγμα το οποίο έμοιαζε να ορίζει και να δικαιολογεί την ύπαρξη μόνο των παιδιών που υιοθετεί κι όλες οι άλλες «μπάσταρδες» υπάρξεις ήταν καταδικασμένες εκ προοιμίου να κινούνται στο στενό περιθώριο, σε πορεία παράλληλη και αφανή. Το κείμενο αυτό όμως δεν γράφεται γι’ αυτό τον λόγο.
Με την όλη προσπάθεια να καταρρέει αργά και σταθερά –παραγωγή υπήρξε και μάλιστα πολύ αξιόλογα πράγματα πολλές φορές, όμως η υποδοχή υπήρξε και παραμένει μουδιασμένη για οτιδήποτε δεν συνοδεύεται από το κατάλληλο όνομα ή εμπορικό σήμα- και τους δημιουργούς εγκαταλειμμένους πια και από τους κουρασμένους αρωγούς τους, τα πράγματα παραμένουν κολλημένα στην εποχή της σιωπής. Ώσπου οι δημιουργοί ανακάλυψαν τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, τα οποία και είδαν σαν ένα φως στην άκρη του τούνελ, σαν το τέλος του τούνελ, σαν την ευκαιρία εκείνη να σπάσουν τη σιωπή. Και ως ένα βαθμό δούλεψε. Ως ένα βαθμό. Γιατί και πάλι, από ένα σημείο και μετά τα πράγματα πήραν μια άλλη –άσχημη- τροπή. Και αυτός είναι ο λόγος που γράφεται αυτό το κείμενο.
Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έδειχναν μια καλή ευκαιρία γνωστοποίησης, προβολής και προώθησης του έργου κάθε είδους δημιουργού και πράγματι ήταν.
Ο σκοπός, βέβαια, δεν ήταν μόνο η γνωστοποίηση και η προβολή, αλλά η «εισβολή» του καινούριου μέσα στο παλιό, η διάτρηση του σκουριασμένου πλέγματος που έχει τυλίξει τα πάντα στο χώρο εδώ και χρόνια. Το βραχυκύκλωμα του κυκλώματος. Όπως είπα προηγουμένως, ως ένα βαθμό δούλεψε. Το σε ποιο βαθμό και με ποια βάση εναπόκειται στον καθένα να το κρίνει. Επί της ουσίας όμως, πέτυχε αποτυγχάνοντας και πάλι παταγωδώς. Διότι αυτό που έχει επιτευχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας, είναι η κατασκευή ενός νέου είδους λαθραναγνώστη, ο οποίος άθελά του (θέλω να πιστεύω) εξακολουθεί να συντηρεί το πλέγμα και εξακολουθεί να παραμένει εγκλωβισμένος στο σύστημα του branding, της επωνυμίας, του «προαγωγού» της πνευματικής δημιουργίας. Ενός αναγνώστη που έμαθε να διαβάζει, να θαυμάζει και να επικροτεί αυτό που του αρέσει, αυτό που τον αγγίζει, αυτό που τον συγκινεί, εφόσον παραμένει δωρεάν και του χαρίζεται ελεύθερα και απλόχερα.
Μελετώντας στατιστικά, βλέπει κανείς ότι οι προτιμήσεις του κοινού παραμένουν τα έργα εκείνα τα οποία συνοδεύονται και υποστηρίζονται από τους εκδοτικούς, από τις μεγάλες γκαλερί, από τα κυβερνητικά κανάλια προώθησης. Βιβλία, θεατρικές παραστάσεις, πίνακες, κατασκευές με πάτρωνους και προστάτες, κάνουν πωλήσεις και χτυπάνε νούμερα, ακόμα κι αν υπάρχουν σημαντικότερα ή εξίσου σημαντικά έργα τα οποία ακολουθούν τη δική τους μοναχική πορεία.
Άλλοτε, υπήρχε η δικαιολογία της άγνοιας, με την έννοια του ότι «δεν ξέρω, πώς θα βρω» ή «στην αντίληψή μου δεν έπεσε τίποτα», σήμερα όμως δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτό σαν επιχείρημα. Οι ίδιοι οι δημιουργοί φροντίζουν και να γνωστοποιούν και να παρουσιάζουν δείγματα της δουλειάς τους με ποικίλους τρόπους και τα μηνύματά τους φτάνουν σε χιλιάδες ανθρώπους καθημερινά. Και το πράγμα σταματάει εδώ. Διότι από εκεί και πέρα, αυτοί που σπεύδουν να στηρίξουν, να υποστηρίξουν, να παρακολουθήσουν και να αγοράσουν ένα έργο που –όπως ομολογούν αγάπησαν, τους άγγιξε ή έχει κάτι να τους πει-, είναι τόσο λίγοι που δεν υπάρχει λόγος ούτε να τους μετρήσει κανείς. Ποιος μπαίνει σ’ ένα βιβλιοπωλείο να ζητήσει ένα «αμαρκέ» βιβλίο, χωρίς το μεγάλο όνομα και ποιο βιβλιοπωλείο –κατ’ επέκταση- επενδύει σ’ ένα τέτοιο βιβλίο. Πόσοι και ποιοι πηγαίνουν να δουν ένα έργο από έναν άγνωστο σκηνοθέτη, όσο καλό κι αν είναι, παιγμένο από άγνωστους αλλά πολύ καλούς ηθοποιούς, ποιος επισκέπτεται μια έκθεση σ’ ένα καταγώγιο, σ’ ένα υπόγειο στο πουθενά;
Έχει συζητηθεί πολλάκις το γεγονός ότι ναι μεν κυκλοφορούν και καλά πράγματα, που βγαίνουν απατρωνάριστα, υπάρχουν όμως και χάλια πράγματα, τόσο εντός όσο και εκτός συστήματος. Και συμφωνώ απόλυτα. Δίχως ωστόσο αυτό να αναιρεί το γεγονός ότι υπάρχουν και τα καλά και τα σπουδαία, εντός και –κυρίως- εκτός. Και αυτά τα «εκτός» γνωστοποιούνται και δεν υποστηρίζονται. Η ουσία όμως είναι, πως η προσπάθεια ανανέωσης και αλλαγής, η «εισβολή» στο γερασμένο και μονοκόμματο σύστημα έχει αποτύχει. Ακόμα και οι κραυγές που ακούγονται είναι κραυγές σιωπής.
Σ’ έναν κόσμο όπου έχουμε μάθει να ζούμε δύσκολα αλλά να χωνεύουμε μόνο τα εύκολα, ο αναγνώστης εξακολουθεί να μοιάζει ένα άβουλο ον με μια τρομερά ισχυρή βούληση να συντηρήσει, να διατηρήσει και να υποστηρίξει κεκτημένα που δεν υπήρξαν ποτέ κεκτημένα δικά του. Κι όσο για αυτούς που δημιουργούν και έχουν επενδύσει στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, το μόνο που πέτυχαν είναι να εθίσουν τον αναγνώστη στο δωρεάν υλικό και στο εξ αποστάσεως χειροκρότημα, έναν λαθραναγνώστη με καλή καρδιά και πολύ –μα πολύ- κακή φιλοσοφία.
Comments