Κατ’ αρχήν ας ξεκαθαρίσουμε δυο-τρία απλά πράγματα: Υπάρχουν πολλά, πάρα πολλά παιδιά με προβλήματα. Είναι οι εποχές τέτοιες, είναι οι καταστάσεις εντός και εκτός, είναι λίγο απ’ όλα. Ξεκάθαρο και κατανοητό. Είναι, επίσης, ξεκάθαρο ότι τα προβλήματα οδηγούν σε παραβατική ή άλλη αποκλίνουσα συμπεριφορά, είτε αυτή εκδηλώνεται στο σχολείο είτε έξω στην ευρύτερη κοινωνία. Υπήρξαν εποχές, όπου αυτά ήταν αλληλένδετα, όμως όχι πια. Όποιος διερευνήσει το θέμα, μελετήσει περιπτώσεις και στατιστικές θα καταλήξει σε ένα συμπέρασμα που πιθανόν να τον ξαφνιάσει. Παιδιά με έντονη παραβατική συμπεριφορά μέσα στο σχολείο, δεν συμπεριφέρονται το ίδιο έξω από αυτό και αναπόφευκτα θα ρωτήσει «γιατί άραγε;».
Το άλλο που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι πως πέρα από το γεγονός ότι δεν αναπτύσσουν όλα τα παιδιά με προβλήματα, παραβατική συμπεριφορά –μάλιστα, δεν είναι καν τα περισσότερα-, είναι και το γεγονός πως παραβατική συμπεριφορά δεν αναπτύσσουν πάντα ούτε τα παιδιά με τα πιο σοβαρά προβλήματα.
Παρατηρείται δηλαδή το εξής παράδοξο: η πλειοψηφία των παιδιών με παραβατική συμπεριφορά δεν έχουν και τα πιο σοβαρά προβλήματα εκτός σχολείου και οπωσδήποτε δεν αντιμετωπίζουν πιο σοβαρά προβλήματα από τα άλλα παιδιά εντός σχολείου. Τι συμβαίνει, λοιπόν; Τι συμβαίνει και –το κυριότερο- γιατί συμβαίνει;
Αν θα πρέπει να ορίσουμε την παραβατική συμπεριφορά με τρόπο απλό και κατανοητό, θα λέγαμε ότι πρόκειται για τη συμπεριφορά εκείνη που παρεκκλίνει από τους κοινωνικούς κανόνες και δημιουργεί προβλήματα στο κοινωνικό σύνολο και στην περίπτωσή μας, στο σχολείο. Στο σχολείο όμως έχει γεννηθεί, αναπτυχθεί και παγιωθεί μια μεγάλη παρεξήγηση γύρω από το θέμα και η παρεξήγηση αφορά το γεγονός πως η παραβατική συμπεριφορά έφτασε να ταυτίζεται αποκλειστικά με το πρόβλημα/άρνηση τήρησης των κανόνων. Δεν είναι εύκολο να εξηγήσω με συντομία και στεγνότητα τη διαφορά, θα πω όμως πως η τήρηση των κανόνων και εν προκειμένω η άρνηση να πράξει κανείς κάτι τέτοιο, λίγη σχέση έχει –ή τουλάχιστον δεν είναι ο πιο δυνατός δεσμός- με την αμιγώς παραβατική συμπεριφορά που προκαλείται από διάφορα ψυχολογικά, οικογενειακά, οικονομικά και άλλα αίτια που μπορεί να αντιμετωπίζουν στην πλειοψηφία τους οι έφηβοι σήμερα.
Το να ξεκαθαρίσει κανείς στο μυαλό του τα πιο πάνω, είναι απαραίτητο για να μπορέσει να κατανοήσει τη συλλογιστική του μικρού αυτού άρθρου. Εφόσον, λοιπόν, τα όποια προβλήματα σχετίζονται λίγο ή και καθόλου με το ζήτημα της τήρησης κανόνων στο σχολείο, ποιος είναι ο λόγος που διάφορα παιδιά επιδίδονται στο σπορ –γιατί σε πολλές περιπτώσεις περί αυτού πρόκειται- της «παραβατικής συμπεριφοράς» στο σχολείο; Είναι η ατιμωρησία, η στάση των γονιών, η ανικανότητα των εκπαιδευτικών και του συστήματος; Είναι και πάλι «λίγο απ’ όλα;»
Μπορεί να είναι. Αυτό που με απασχολεί προσωπικά, είναι το γεγονός ότι πολλά παιδιά έχουν επιλεκτική παραβατική συμπεριφορά, δηλαδή είναι παραβάτες όταν και εφόσον αυτό τα βολεύει ή τα εξυπηρετεί. Αυτό γιατί δεν μας ανησυχεί όσο πρέπει, γιατί δεν το διερευνούμε όπως πρέπει και γιατί δεν μας προβληματίζει αρκετά; Για παράδειγμα το γεγονός ότι τα άτομα αυτά μετέρχονται άλλους τρόπους (κολακείες, παρακάλια, έμμεσες πιέσεις κλπ), όταν δεν περνάει ο τσαμπουκάς ή όταν αντιληφθούν ότι κινδυνεύουν να ταλαιπωρηθούν περισσότερο από όσο θα ήθελαν, δεν πρέπει να μας θορυβεί και να μας προβληματίζει; Κυρίως όσον αφορά την αλήθεια πίσω από την όποια παραβατική συμπεριφορά και των προσωπικών προβλημάτων, το μέγεθός τους και το βάρος της επιρροής στη ζωή του μαθητή.
Μήπως τελικά, είναι με μεγάλη ευκολία που αποδεχόμαστε, τόσο οι ειδικοί όσο κι εμείς, το θέμα «προβληματικό παιδί»; Μήπως εύκολα και απλά χαρακτηρίζουμε περιπτώσεις, προσαρμόζουμε συμπεριφορές και δικαιολογούμε σε βαθμό τέτοιο, που καταντά στο τέλος ένα κρυφό όπλο, ένα κρυφό χαρτί στα χέρια διάφορων μαθητών; Μαθητών που έχουν ταλαιπωρήσει και ταλαιπωρούν πολλούς εκπαιδευτικούς και συμμαθητές τους, κάτω από τον σχετικά ασφαλή μανδύα της «ιδιαίτερης περίπτωσης»;
Αυτό που λέω είναι πως, ίσως πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί όσον αφορά την κατάταξη ενός παιδιού στις «ιδιαίτερες περιπτώσεις», διότι έχω την αίσθηση, τόσο εγώ όσο και πολλοί άλλοι, πως είμαστε πολύ ελαστικοί. Το να έχει κάποιος ένα πρόβλημα οικονομικό, οικογενειακό, κοινωνικό, ψυχολογικό, είναι ένα θέμα. Είναι ένα θέμα και το ερώτημα «και ποιος δεν έχει σήμερα τέτοια προβλήματα». Το πόσο, όμως και το πώς και το αν αυτό επηρεάζει το άτομο σε βαθμό που πρέπει να χαρακτηριστεί ως «ιδιαίτερη περίπτωση», είναι επίσης ένα άλλο θέμα και ίσως το πιο σημαντικό.
Σύμβουλοι, ειδικοί ψυχολόγοι και διευθύνσεις πρέπει, θαρρώ, να αναλογιζόμαστε περισσότερο και να είμαστε πιο προσεκτικοί στη μελέτη της κάθε περίπτωσης, καθώς και στην παρακολούθησή της, η οποία πρέπει να είναι συνεχής. Με μεγάλη ευκολία καταρτούνται κατάλογοι και χαρακτηρίζονται περιπτώσεις και είναι καιρός να αρχίσουμε να εξετάζουμε και να από-χαρακτηρίζουμε, διότι κάπου έχει χαθεί το μέτρο. Έχει χαθεί το μέτρο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που έχει χαθεί το μέτρο εδώ και χρόνια, όσον αφορά τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες. Φτάσαμε στο σημείο να αρκεί η τραγική ανορθογραφία ή η αδυναμία αυστηρής συλλογιστικής πορείας και η ακαταστασία σκέψης, ζητήματα που άπτονται της τεχνικής κατάρτισης του παιδιού περισσότερο, για να χαρακτηριστεί το άτομο ως άτομο με μαθησιακές δυσκολίες. Παραβλέποντας το γεγονός πως αυτά και τέτοια χαρακτηριστικά, είναι χαρακτηριστικά του μεγαλύτερου ποσοστού των μαθητών σήμερα, ακόμα και μαθητών με επιδόσεις.
Πρέπει, επομένως, να επανεξετάσουμε και να επαναπροσδιορίσουμε πάρα πολλά, στα πλαίσια του νέου εκπαιδευτικού συστήματος. Διότι αυτή τη στιγμή, το «πρόβλημα» γίνεται δικαιολογία και παρέχεται ως όπλο, περισσότερο, παρά ως αιτία κι αφορμή για περεταίρω επεξεργασία και σκληρότερη δουλειά για εξέλιξη. Σ’ αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι προγράμματα εντοπισμού και στοιχειοθέτησης έχουμε, σχέδια δράσης και αντιμετώπισης, έχουμε; Κι όπου έχουμε, λειτουργούν; Ή μήπως τα άτομα με το «πρόβλημα» αντί να το λύσουν δημιουργούν στο τέλος πρόβλημα και σ’ αυτούς που δεν έχουν.
Όταν πολλά από τα παιδιά αυτά αυτοσυστήνονται χρησιμοποιώντας ως συνοδευτικό της ταυτότητάς τους το «πρόβλημα», όταν βρίσκουν μια διέξοδο στο «πρόβλημα», γνωρίζοντας ότι θα τύχουν ιδιαίτερης μεταχείρισης, θα έχουν άφεση αμαρτιών και επιπλέων «κατανόηση», όταν αυτό είναι και επιθυμητό, δεν είναι δύσκολο να οδηγηθούν στην αποθράσυνση, τη βολή και την αρνητική στάση απέναντι σε εκπαιδευτικούς και συμμαθητές. Διότι οι μαθητές αντιλαμβάνονται πάρα πολύ καλά τη δύναμη του «έχω πρόβλημα», την ίδια στιγμή που δεν αντιλαμβάνονται καθόλου καθαρά τα όρια, τα δικά τους και των άλλων.
Στην ουσία, το ζήτημα έχει αντιμετωπιστεί ως τώρα περισσότερο ως παιχνίδι και ως παιχνίδι που παίζεται εκ του ασφαλούς και αυτό είναι που πρέπει να αλλάξει άμεσα, για πάρα πολλά παιδιά μέσα στο σχολείο. Και για να επιτευχθεί αυτό απαιτούνται αυστηρότερα κριτήρια και συγκεκριμένο σχέδιο δράσης, οι μαρτυρίες των εκπαιδευτικών να ζητούνται παράλληλα με των ειδικών και να είναι άμεσα αξιοποιήσιμες, αλλιώς ποιο το νόημα του να κρατάς για όσο αντέχεις μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα;
Comments